Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ερατεινός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ερατεινός -ή -ό [eratinós] Ε1 : (λόγ.) που είναι αξιαγάπητος, ευχάριστος, θελκτικός· εράσμιος.

[λόγ. < αρχ. ἐρατεινός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go