Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επτάλοφος, επίθ. θηλ.
-
- (Προκ. για την Κωνσταντινούπολη) που είναι χτισμένη επάνω σε εφτά λόφους:
- στην επτάλοφο και δοξασμένη Πόλη (Τζάνε, Κρ. πόλ. 5778)·
- (ως ουσ.):
- κλαύσατε την Επτάλοφον (Ιστ. Βλαχ. 2466).
[μτγν. επίθ. επτάλοφος. Η λ. και σήμ.]
- (Προκ. για την Κωνσταντινούπολη) που είναι χτισμένη επάνω σε εφτά λόφους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επτάλοφος -η / -ος -ο [eptálofos] Ε17 & εφτάλοφος -η -ο [eftálofos] Ε5 : (ιδ. για πόλη) που βρίσκεται, είναι χτισμένη επάνω σε εφτά λόφους: H επτάλοφη πόλη και ως ουσ. η Επτάλοφος, για τη Ρώμη και ιδίως για την Kωνσταντινούπολη.
[λόγ. < ελνστ. ἑπτάλοφος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] κατά το επτά > εφτά]