Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιχωματώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιχωματώνω [epixomatóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω μια επιφάνεια ή μια κοιλότητα του εδάφους με χώμα· κάνω επιχωμάτωση. ANT εκχωματώνω, εκχωματίζω.

[λόγ. επι- χωματ- (χώμα) -ώ > -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go