Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιχειρησιακός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιχειρησιακός -ή -ό [epixirisiakós] Ε1 : που έχει σχέση με επιχειρήσεις ιδίως: α. οικονομικές: Επιχειρησιακή δραστηριότητα / έρευνα. Επιχειρησιακό κέρδος. Επιχειρησιακές σπουδές. β. (στρατ.) πολεμικές: Επιχειρησιακά όπλα. ~ αφοπλισμός. Ο ~ έλεγχος μιας περιοχής. Επιχειρησιακή ετοιμότητα.

[λόγ. επιχείρησι(ς) -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες