Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιχείλιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιχείλιος -α -ο [epixílios] Ε6 : (λόγ.) που βρίσκεται στα χείλη. || (ιατρ.) ~ έρπης.

[λόγ. επι- χείλ(ος) -ιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go