Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιφωνηματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιφωνηματικός -ή -ό [epifonimatikós] Ε1 : (γραμμ.) που αναφέρεται στο επιφώνημα: Επιφωνηματική σύνταξη. Επιφωνηματική χρήση μιας λέξης / έκφρασης. Επιφωνηματική έκφραση, που χρησιμοποιείται ως επιφώνημα. επιφωνηματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επιφωνηματ- (επιφώνημα) -ικός (διαφ. το ελνστ. ἐπιφωνηματικός `κατάλληλος για φράση που προσθέτεται σαν στολίδι΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go