Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιτύμβιος -α -ο [epitímvios] Ε6 : (αρχαιολ.) που τοποθετούνταν επάνω σε τύμβο ή σε τάφο· (πρβ. επιτάφιος): Επιτύμβια πλάκα / στήλη / επιγραφή. Επιτύμβιο άγαλμα / μνημείο / επίγραμμα. Επιτύμβια ανάγλυφα.
[λόγ. < αρχ. ἐπιτύμβιος]



