Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτόπου
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτόπου [epitópu] επίρρ. τοπ. : στον ίδιο τόπο. α. στην ίδια θέση: Οι αιχμάλωτοι εκτελούνταν ~. Tροχάδην ~. Tο λυόμενο σπίτι πρέπει να συναρμολογείται ~. β. στην ίδια περιοχή: Προϊόντα που καταναλώνονται ~. γ. (ως επίθ.) επιτόπιος: ~ έρευνα / δαπάνη.

[λόγ. < ελνστ. φρ. ἐπί τόπου `αμέσως΄ σημδ. γαλλ. sur place]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go