Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτρεπτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτρεπτικός -ή -ό [epitreptikós] Ε1 : (λόγ.) που επιτρέπει κτ. || (νομ.) Επιτρεπτικό δίκαιο, το σύνολο των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου που η πιστή τήρησή τους δεν είναι υποχρεωτική.

[λόγ. < ελνστ. ἐπιτρεπτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go