Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτρέχω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
επιτρέχω.
  • 1) Τρέχω, σπεύδω, ορμώ:
    • (Προδρ. I 168).
  • 2) Επιτίθεμαι:
    • προς αυτούς επέδραμον, πολλούς τούτων ανείλον (Διγ. Z 2634).

[αρχ. επιτρέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go