Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιτελής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτελής ο [epitelís] Ο22 (συνήθ. πληθ.) : 1.αξιωματικός, συνήθ. επιτελικός, που υπηρετεί σε ορισμένο επιτελείο: Σχολή / σώμα επιτελών. 2. (μτφ.) ανώτατο στέλεχος οργάνωσης, οικονομικής επιχείρησης κτλ.: Οι επιτελείς ενός κόμματος.

[λόγ. επι- αρχ. τέλ(ος) `εξουσία απόφασης, ανώτατη εξουσία, αξίωμα΄ -ής (διαφ. το αρχ. ἐπιτελής (ίδ. ετυμ.) `συμπληρωμένος, αποτελεσματικός΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go