Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επισφράγισμα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισφράγισμα το [episfrájizma] Ο49 : η επισφράγιση.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισφράγισμα `υστερόγραφο΄ κατά τη σημ. του επισφραγίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
επισφράγισμα το.
  • Εγγύηση:
    • (Δούκ. 17316).

[μτγν. ουσ. επισφράγισμα. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go