Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επισκοπείο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επισκοπείο το [episkopío] Ο39 : (εκκλ.) η επίσημη κατοικία του επισκόπου· επισκοπή2, επισκοπικό.

[λόγ. < ελνστ. ἐπισκοπεῖον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες