Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιπεδομετρία η [epipeδometría] Ο25 : 1.τμήμα της γεωμετρίας που ασχολείται με τα επίπεδα σχήματα. 2. τμήμα της τοπογραφίας που ασχολείται με επίπεδες αναπαραστάσεις.
[λόγ. επίπεδ(ον) -ο- + -μετρία μτφρδ. γαλλ. planimétrie < λατ. planus `επίπεδος΄ + -métrie = -μετρία]



