Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επινικελώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επινικελώνω [epinikelóno] -ομαι Ρ1 : καλύπτω την επιφάνεια ενός μεταλλικού αντικειμένου με λεπτό στρώμα από νίκελ· νικελώνω.

[λόγ. επι- νίκελ -ώ > -ώνω κατά το επιχρυσώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go