Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιμορφώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμορφώνω [epimorfóno] -ομαι Ρ1 : κάνω επιμόρφωση σε κπ., ιδίως εκπαιδεύω εργαζόμενο, με στόχο τη βελτίωση της επαγγελματικής του ικανότητας· (πρβ. μετεκπαιδεύω).

[λόγ. επι- μορφ(ώ) -ώνω (διαφ. το ελνστ. ἐπιμορφῶ `δίνω μορφή΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go