Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιμορφωτικός -ή -ό [epimorfotikós] Ε1 : που έχει σχέση με την επιμόρφωση και ιδίως γίνεται για επιμόρφωση, που σκοπεύει να δώσει επιπλέον μόρφωση και ιδίως εκπαίδευση σε κπ.: Επιμορφωτικά μαθήματα / σεμινάρια / προγράμματα.
[λόγ. επιμορφω- (δες επιμορφώνω) -τικός]



