Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιμετάλλωση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιμετάλλωση η [epimetálosi] Ο33 : κάλυψη της επιφάνειας ενός αντικειμένου με λεπτό στρώμα μετάλλου ή κράματος, με στόχο την προστασία του ή τη βελτίωση των εξωτερικών του χαρακτηριστικών: Mέθοδοι επιμετάλλωσης.

[λόγ. επιμεταλλω- (δες επιμεταλλώνω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go