Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιλογικά [epilojiká] επίρρ. : στο τέλος, τελειώνοντας: ~ θα αναφερθώ και στους συντελεστές της παράστασης.
[λόγ. < ελνστ. ἐπιλογικ(ῶς) `με αναφορά στον ἐπίλογο δικανικού λόγου΄ μεταπλ. -α για προσαρμ. στη δημοτ.]



