Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιλεκτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιλεκτικός -ή -ό [epilektikós] Ε1 : α.που επιλέγει το αντικείμενό του από ένα σύνολο ή που γίνεται με επιλογή: Επιλεκτική μέθοδος. || (μηχανολ.) Επιλεκτική τηλεφωνία, που γίνεται μέσο τηλεφωνικού κέντρου. β. (ψυχ.) Επιλεκτική μνήμη, όταν γίνεται επιλογή των πληροφοριών που αποθηκεύει η μνήμη κάποιου. || (ειρ.) για κπ. που θυμάται μόνο ορισμένα γεγονότα ή καταστάσεις που τον ωφελούν ή τον συμφέρουν. επιλεκτικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. επιλεκ- (επιλέγω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go