Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικερδής -ής -ές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικερδής -ής -ές [epikerδís] Ε10 : που δημιουργεί οικονομικό κέρδος· κερδοφόρος. ANT ζημιογόνος: Mια ~ επιχείρηση / εργασία / απασχόλη ση. Επικερδές επάγγελμα. επικερδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐπικερδής, ἐπικερδῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go