Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επικαρπώνομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επικαρπώνομαι [epikarpónome] Ρ1β & (λόγ.) επικαρπούμαι [epikarpú me] Ρ : (νομ.) έχω την επικαρπία ενός πράγματος: H μητέρα επικαρπώνεται / επικαρπούται την περιουσία.

[λόγ. επι- καρπούμαι και μεταπλ. επικαρπ(ούμαι) -ώνομαι, μτφρδ. αγγλ. usufruct, γαλλ. avoir l΄usufruit]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go