Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιδημικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιδημικός -ή -ό [epiδimikós] Ε1 : που αναφέρεται σε επιδημία: Επιδημική νόσος, που μπορεί να εμφανιστεί ως επιδημία.

[λόγ. < γαλλ. épidé mique < αρχ. ἐπιδημ(ία) -ique = -ικός (πρβ. ελνστ. ἐπιδημιακός ίδ. σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go