Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδειξιομανία η [epiδiksiomanía] & επιδειξιμανία η [epiδiksimanía] στη σημ. α Ο25 : α.(ιατρ.) ψυχοπαθολογική κατάσταση κατά την οποία ο άνθρωπος επιδιώκει να γυμνώνεται μπροστά σε άλλους ανθρώπους και ιδίως να επιδεικνύει τα γεννητικά του όργανα: H ~ τιμωρείται από το νόμο ως προσβολή της δημόσιας αιδούς. β. η ιδιότητα αυτού που του αρέσει να επιδεικνύεται2α, να προβάλλει τον εαυτό του για εντυπωσιασμό.
[λόγ. επιδειξιομαν(ής), επιδειξιμαν(ής) -ία μτφρδ. γαλλ. exhibitionnisme]



