Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιδειξιομανής ο [epiδiksiomanís] & επιδειξιμανής ο [epiδiksimanís] στη σημ. α Ο (βλ. Ε10) : α.(ιατρ.) αυτός που πάσχει από επιδειξιομανίαα, αυτός που επιδιώκει να γυμνώνεται μπροστά σε άλλους ανθρώπους και ιδίως να επιδεικνύει τα γεννητικά του όργανα. β. αυτός που του αρέσει να επιδεικνύεται2α, να προβάλλει τον εαυτό του για εντυπωσιασμό.
[λόγ. επίδειξι(ς) (-ο-) + -μανής μτφρδ. γαλλ. exhibitionniste]



