Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιγραμματικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιγραμματικός -ή -ό [epiγramatikós] Ε1 : 1.που αναφέρεται στο επίγραμμα. 2. (για λόγο) που χαρακτηρίζεται από μεγάλη συντομία και περιεκτικότητα: Επιγραμματική φράση / διατύπωση. ~ χαρακτηρισμός. || (για πρόσ.): Είναι κάποιος ~, εκφράζεται σύντομα και περιεκτικά. Στην ομιλία θα είμαι όχι απλά σύντομος αλλά ~. επιγραμματικά ΕΠIΡΡ: Φράση ~ διατυπωμένη. Mιλάει / εκφράζεται ~.

[λόγ. < γαλλ. épigramma tique < αρχ. ἐπιγραμματ- (επίγραμμα) -ique = -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go