Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επιβράβευση η [epivrávefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβραβεύω: ~ των κόπων / των αγώνων / των προσπαθειών κάποιου. H ~ της επιστημονικής του αξίας έγινε με την εκλογή του στην Aκαδημία Aθηνών.
[λόγ. επιβραβεύ(ω) -σις > -ση]



