Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιβεβαιώ
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
επιβεβαιώ.
  • Ενισχύω:
    • την πίστιν επιβεβαιών της αγίας Τριάδος (Διγ. Gr. 810).

[μτγν. επιβεβαιόω, σημερ. ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβεβαιώνω [epiveveóno] -ομαι Ρ1 : 1α.βεβαιώνω περισσότερο κτ., το κάνω να θεωρείται εντελώς αληθινό: Ο μάρτυρας επιβεβαίωσε όλες τις κατηγορίες. H πληροφορία επιβεβαιώθηκε από επίσημη ανακοίνωση. β. επαληθεύω: Tα γεγονότα επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις μου. H άποψη αυτή, αν και ολοφάνερη, άργησε να επιβεβαιωθεί. 2. (παθ., για πρόσ.) αναγνωρίζομαι ή νομίζω ότι αναγνωρίζομαι ως κτ. συνήθ. σημαντικό: Επιβεβαιώνεται ο έφηβος ως άντρας / το κορίτσι ως γυναίκα και μητέρα. Mε την εργασία ο άνθρωπος επιβεβαιώνεται ως μέλος του κοινωνικού συνόλου.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαι(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβεβαίωση η [epivevéosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβεβαιώνω. 1α. πλήρης, απόλυτη βεβαίωση: H ταραχή είναι ~ της ενοχής του. β. επαλήθευση: ~ των φημών. 2. (για πρόσ.) η αναγνώριση κάποιου ως κτ. σημαντικό: Ο άνθρωπος επιδιώκει την ~ της προσωπικότητάς του.

[λόγ. < αρχ. ἐπιβεβαίω(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες