Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επιβίβαση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιβίβαση η [epivívasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επιβιβάζω. ANT αποβίβαση: ~ σε αεροπλάνο / τρένο / λεωφορείο. Ώρα επιβιβάσεως. ~ σε πλοίο, μπαρκάρισμα. H φόρτωση των αποσκευών και η ~ των επιβατών καθυστέρησαν την αναχώρηση της αμαξοστοιχίας.

[λόγ. επιβιβά(ζω) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go