Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επετειακός -ή -ό [epetiakós] Ε1 : που αναφέρεται σε επέτειο: ~ πανηγυρισμός. Εκδηλώσεις επετειακού χαρακτήρα. Επετειακό ήταν το πρόγραμμα της τηλεόρασης με την ευκαιρία της εθνικής μας γιορτής.
[λόγ. επέτει(ος) -ακός]



