Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επενέργεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επενέργεια η [epenérjia] Ο27 : άσκηση επίδρασης σε κτ.

[λόγ. επενεργ(ώ) -εια κατά το σχ.: ενεργώ - ενέργεια]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go