Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανορθωτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανορθωτικός -ή -ό [epanorθotikós] Ε1 : που αναφέρεται στην επανόρθωση: H ποινή να έχει επανορθωτικό, όχι εκδικητικό, χαρακτήρα. || (νομ.) Επανορθωτική ποινή / φυλακή. (ιατρ.) Επαναρθωτική χειρουργική.

[λόγ. < αρχ. ἐπανορθωτικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go