Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επανεισάγω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανεισάγω [epanisáγo] -ομαι Ρ (βλ. εισάγω) : εισάγω ξανά στη χώρα εμπόρευμα που προηγουμένως είχε εξαχθεί από αυτή.

[λόγ. επαν(α)- εισάγω κατά το επανεξάγω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επανεισαγωγή η [epanisaγojí] Ο29 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του επανεισάγω. 2. εκ νέου εισαγωγή, προσθήκη: ~ ενός προθήματος.

[λόγ. επαν(α)- εισαγωγή κατά το επανεξαγωγή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go