Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επαναλαμβάνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επαναλαμβάνω [epanalamváno] -ομαι Ρ αόρ. επανέλαβα, απαρέμφ. επαναλάβει, παθ. αόρ. επαναλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και επανελήφθη, επανελήφθησαν, απαρέμφ. επαναληφθεί, μππ. επανειλημμένος* : λέω ή κάνω κτ. περισσότερο από μία φορά: Tο παιδί επαναλαμβάνει ό,τι βλέπει ή ό,τι ακούει. Επαναλαμβάνεις διαρκώς τα ίδια. H παράσταση θα επαναληφθεί την επόμενη Kυριακή. H ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται αλλά ως φάρσα. Επαναλαμβάνεται κάποιος ή επαναλαμβάνει κάποιος τον εαυτό του, λέει ή κάνει διαρκώς τα ίδια, δε δημιουργεί κτ. καινούριο. α. (για λόγο) ξαναλέω κτ.: Εγώ θα λέω κι εσύ θα επαναλαμβάνεις τα λόγια μου. ~ κτ. λέξη προς λέξη. Tο έξαλλο πλήθος επαναλαμβάνει τα συνθήματα του ρήτορα. Για τελευταία φορά ~ ότι αυτό απαγορεύεται. β. (για πράξη) ξανακάνω κτ.: ~ τα ίδια λάθη / σφάλματα. ~ μια προσπάθεια. Ο γυμναστής εκτελεί και οι αθλούμενοι επαναλαμβάνουν τις ασκήσεις. Επαναλαμβάνεται η συνεδρίαση. H θεραπεία να επαναληφθεί ύστερα από ένα μήνα. γ. (για μάθημα) κάνω επανάληψη.

[λόγ. < αρχ. ἐπαναλαμβάνω]

[Λεξικό Κριαρά]
επαναλαμβάνω· (ε)παναλαβαίνω.
  • 1) Επαναλαμβάνω:
    • να ’παναλάβει την ευχήν (Διακρούσ. 7510).
  • 2) (Προκ. για αξίωμα) καταλαμβάνω ξανά:
    • τον πατριαρχικόν θρόνον επανάλαβε (Ιστ. πατρ. 13421).

[αρχ. επαναλαμβάνω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες