Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- επίορκος, επίθ.· αφίορκος· αφιόρκος· αφόρκος, (Χριστ. διδασκ. 336)· εφίορκος· θίορκος, (Ασσίζ. 7114)· ’φίορκος, (Μαχ. 2508)· ’φιόρκος, (Χρον. Μορ. P 4358)· ’φκιόρκος.
-
- 1) Που παίρνει ψεύτικους όρκους:
- οι ’φκιόρκοι, οπού αμνόγουσι το όνομα του Κυρίου … εις τα ψόματα (Αποκ. Θεοτ. I 163).
- 2) Που καταπατεί τους όρκους, επίορκος:
- (Χρον. Μορ. P 5813).
[αρχ. επίθ. επίορκος. Ο τ. θίορκος με επίδρ. της λ. Θεός. Ο τ. ’φίορκος και σήμ. ιδιωμ. (Μπασέα-Μπεζαντάκου 1996: 193). Η λ. και σήμ. λόγ.]
- 1) Που παίρνει ψεύτικους όρκους:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- επίορκος -η -ο [epíorkos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει παραβεί τον όρκο του: Πρόδωσε την πατρίδα, ενώ είχε ορκιστεί να την υπερασπίζεται· δεν είναι λοιπόν μόνο προδότης αλλά και ~.
[λόγ. < αρχ. ἐπίορκος]



