Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επίλαρχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίλαρχος ο [epílarxos] Ο20α : (στρατ.) αξιωματικός του όπλου των τεθωρακισμένων (ή παλαιότερα του ιππικού), του οποίου ο βαθμός αντιστοιχεί προς το βαθμό του ταγματάρχη του πεζικού.

[λόγ. επ(ι)- ίλαρχος (πρβ. ελνστ. ἐπιλάρχης `διοικητής διπλής ίλης΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go