Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επίδικος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επίδικος -η -ο [epíδikos] Ε5 : 1.(νομ.) α. που εκδικάζεται από δικαστήριο: Επίδικη υπόθεση / διαφορά. β. για κτ. που το διεκδικεί κάποιος δικαστικώς: Επίδικο κτήμα / δικαίωμα. 2. επίμαχος: Aυτοί που πήραν τα επίδικα μέτρα δεν είχαν υπολογίσει τις αντιδράσεις;

[λόγ.: 1: αρχ. ἐπίδικος· 2: σημδ. γαλλ. litigieux)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go