Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επέλευση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επέλευση η [epélefsi] Ο33 : (λόγ.) το να επέρχεται, να πραγματοποιείται κτ. συνήθ. δυσάρεστο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπέλευ(σις) `άφιξη΄ -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go