Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επέδραμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επέδραμα [epéδrama] Ρ απαρέμφ. επιδράμει : (λόγ.) έκανα επιδρομή.

[λόγ. < αρχ. ἐπέδραμον αόρ. του ἐπιτρέχω με αλλ. της κατάλ. για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go