Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: επάρκεια
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επάρκεια η [epárkia] Ο27 : ANT ανεπάρκεια. α. ύπαρξη της αναγκαίας ποσότητας από κτ.: ~ τροφίμων / νερού / πυρομαχικών. Στην αγορά εξασφαλίστηκε ~ κρεάτων ενόψει του Πάσχα. β. (για πρόσ.) ύπαρξη των αναγκαίων δυνατοτήτων ή ικανοτήτων για κτ.: Aμφισβητείται η επάρκειά του για τα καθήκοντα του διευθυντή. || τα τυπικά ή νόμιμα προσόντα που χρειάζονται σε ένα ορισμένο επάγγελμα: Zητείται καθηγητής με ~ για να διδάξει σε φροντιστήριο.

[λόγ. < ελνστ. ἐπάρκεια `βοήθεια΄ σημδ. γαλλ. suffisance]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go