Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξώλης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξώλης [eksólis] : μόνο στη ΦΡ ~ και προώλης, για πρόσωπο πολύ ανήθικο ή διεφθαρμένο.

[λόγ. < αρχ. ἐξώλης `κατεστραμμένος, καταραμένος΄ από φρ. του Δημοσθένη για τους οπαδούς του Φιλίππου: θεοί… τούτους… ἐξώλεις καί προώλεις ποιήσατε `καταστρέψτε τους τέλεια και ολοκληρωτικά΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go