Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξωλέμβιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξωλέμβιος -α -ο [eksolémvios] Ε6 : (για κινητήρα) που προσαρμόζεται σε μικρό σκάφος, ιδίως βάρκα, έτσι ώστε να βρίσκεται έξω από αυτό: Bάρκα με εξωλέμβιο κινητήρα. || (ως ουσ.) η εξωλέμβιος, για βάρκα με εξωλέμβιο κινητήρα: Ψαρεύει με εξωλέμβιο.

[λόγ. εξω- + λέμβ(ος) -ιος μτφρδ. αγγλ. outboard motor]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go