Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξυφαίνω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξυφαίνω [eksiféno] -ομαι Ρ7.2 : οργανώνω, σχεδιάζω κτ. μυστικά ή ύπουλα, κυρίως μυστική ομαδική ενέργεια που στρέφεται εναντίον κάποιου: Εξυφαίνεται συνωμοσία.

[λόγ. < αρχ. ἐξυφαίνω `τελειώνω την ύφανση΄ (η μτφ. σημ. ελνστ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
εξυφαίνω.
  • (Προκ. για σύγγραμμα) συγκροτώ, συγγράφω:
    • (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 2v).

[αρχ. εξυφαίνω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go