Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξοχότατος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοχότατος ο [eksoxótatos] Ο20α θηλ. εξοχοτάτη [eksoxotáti] Ο30 (χωρίς πληθ.) : τιμητικός τίτλος ή προσφώνηση για ανώτατο πολιτικό αξιωματούχο: Ο ~ κύριος Πρόεδρος της Δημοκρατίας / πρωθυπουργός / υπουργός / πρέσβης. Εξοχότατε κύριε Πρόεδρε. Mάλιστα, εξοχότατε.

[λόγ. < ελνστ. ἐξοχώτατος (υπερθ. του αρχ. ἔξοχος) (τίτλος Ρωμαίων αξιωματούχων) σημδ. λατ. eminentissimus, σημδ. γαλλ. éminentissime (τίτλος καρδιναλίων) & ιταλ. eccellentissimo (τίτλος συγκλητικών της Βενετίας) (ορθογρ. κατά το επίθημα -ότατος)· λόγ. εξοχότατ(ος) -η]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go