Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξορκιστής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξορκιστής ο [eksorkistís] Ο7 θηλ. εξορκίστρια [eksorkístria] Ο27 : αυτός που κάνει εξορκισμούς.

[λόγ. < ελνστ. ἐξορκιστής· λόγ. εξορκισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες