Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξοπλιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξοπλιστικός -ή -ό [eksoplistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον εξοπλισμό με όπλα και άλλο πολεμικό υλικό: Εξοπλιστικά προγράμματα. Tο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ενόπλων δυνάμεων.

[λόγ. εξοπλισ- (εξοπλίζω) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go