Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- εξοπλιστικός -ή -ό [eksoplistikós] Ε1 : που αναφέρεται στον εξοπλισμό με όπλα και άλλο πολεμικό υλικό: Εξοπλιστικά προγράμματα. Tο εξοπλιστικό πρόγραμμα των ενόπλων δυνάμεων.
[λόγ. εξοπλισ- (εξοπλίζω) -τικός]



