Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξονυχιστικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξονυχιστικός -ή -ό [eksonixistikós] Ε1 : που γίνεται λεπτομερώς, σε βάθος και πολύ προσεκτικά: Διατάχτηκε ~ έλεγχος των φορολογικών δηλώσεων με στόχο την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής. H αποκάλυψη του σκανδάλου έγινε ύστερα από εξονυχιστική έρευνα. εξονυχιστικά ΕΠIΡΡ: Ερευνήθηκαν ~ οι καταγγελίες για διακίνηση ναρκωτικών.

[λόγ. εξονυχισ- (εξονυχίζω) -τικός (διαφ. το ελνστ. ἐξονυχιστικός `που αναφέρεται στην περιποίηση των νυχιών΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go