Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξηντάχρονος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηντάχρονος -η -ο [eksindáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια εξήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) εξήντα ετών. || (ως ουσ.) εξηντάρης. γ. (ως ουσ.) τα εξηντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση εξήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.

[λόγ. εξήντα + -χρονος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go