Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εξηγώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξηγώ [eksiγó] -ούμαι Ρ10.9 : 1α.περιγράφω, αναλύω λεπτομερώς κτ. έτσι ώστε αυτό να γίνει κατανοητό: Nα μας εξηγήσεις τι εννοείς. Mπορείς να μου εξηγήσεις τι σημαίνει η λέξη οικολογία; Εξήγησέ μου πώς λειτουργεί αυτό το μηχάνημα. β. (και παθ.) δίνω πληροφορίες, ιδίως δικαιολογίες, σχετικά με τη συμπεριφορά ή τις προθέσεις μου: Nα μου εξηγήσεις γιατί άργησες. Εξηγήσου τώρα αμέσως. Εξηγούμαι, δίνω τις απαραίτητες εξηγήσεις, ώστε να αποφύγω τη ρήξη με κπ.: Εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι. 2. ερμηνεύω. α. βρίσκω στοιχεία που αφορούν κτ. άγνωστο, έτσι ώστε να γίνει κατανοητό: ~ ένα φαινόμενο. ~ τη συμπεριφορά κάποιου. Tώρα εξηγούνται όλα. β. (παρωχ. για λέξη ή κείμενο) μεταφράζω.

[λόγ. < μσν. εξηγώ < αρχ. ἐξηγοῦμαι ενεργ. κατά το ερμηνεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
εξηγώ· ξηγώ· ’ξηούμαι.
  • I. Ενεργ.
    • 1)
      • α) Ερμηνεύω, εξηγώ:
        • κατά την συνήθειαν σου, σ’ εμάς να το ξηγήσεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ε´ [1015]
      • β) αναπτύσσω, ερμηνεύω:
        • εξηγάται αλατίνικα (Ασσίζ. 1725
      • γ) εκθέτω, διηγούμαι:
        • εις ρίμα την εξήγησα (ενν. την ελπίδα) (Διακρούσ. 1184
      • δ) διηγούμαι λεπτομερώς, περιγράφω:
        • Λέγει, ξηγεί την συμφοράν (Φλώρ. 521
      • ε) μνημονεύω, αναφέρω:
        • το όνομάν του εξήγουν το εις άπαντα τον κόσμον (Διγ. Esc. 1611).
    • 2) Ορίζω, καθορίζω:
      • ξηγάται ότι ουδέν εντέχεται να πουλήσει (Ασσίζ. 12116).
  • II. Μέσ.
    • 1) Ερμηνεύω, αναπτύσσω:
      • ο θείος Ζωναράς εξηγείται ταύτην την έννοιαν καταλεπτώς (Ιστ. πατρ. 19515).
    • 2) Εκθέτω, διηγούμαι· περιγράφω:
      • να σας εξηγηθώ την απιστίαν (Μαχ. 42633).

[αρχ. εξηγέομαι. Η λ. και ο τ. ξηγώ και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες