Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: εξεύρω
3 items total [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
εξεύρω,
βλ. ξέρω.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξευρωπαΐζω [eksevropaízo] -ομαι Ρ2.1 : α.μεταβάλλω κτ. έτσι ώστε να μοιάζει ή να είναι ίδιο με το αντίστοιχο ευρωπαϊκό: Ο Mέγας Πέτρος πρώτος προσπάθησε να εξευρωπαΐσει τη Ρωσία. H ελληνική ενδυμασία εξευρωπαΐστηκε έστω και με αργό ρυθμό. β. (για πρόσ.) κάνω κπ. να αποκτήσει τα βασικά στοιχεία των Ευρωπαίων, να μοιάζει με αυτούς στη νοοτροπία και γενικά από πολιτιστική άποψη.

[λόγ. εξ- Ευρωπα(ίος) -ίζω κατά το εξελληνίζω μτφρδ. γαλλ. européaniser]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξευρωπαϊσμός ο [eksevropaizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εξευρωπαΐζω: Προσπάθειες για εξευρωπαϊσμό της Tουρκίας. Aργός / βίαιος ~.

[λόγ. εξευρωπαϊσ- (εξευρωπαΐζω) -μός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go